σκανταλιάρισμα

σκανταλιάρισμα
το, Ν [σκανταλιάρω]
μέτρηση τού βάθους τής θάλασσας ή ανίχνευση τής διαμόρφωσης τού βυθού της που γίνεται με το σκαντάλιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”